- συναπογραφομένη
- συναπογράφομαιenter one's name together withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπογράφομαι — ΜΑ (μσν. μόνον το ενεργ συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ. β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.) αρχ. 1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος 2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο… … Dictionary of Greek